Ο παράγοντας ηλικία στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή
Η ηλικία της γυναίκας είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας τόσο για τη φυσική σύλληψη όσο και για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Μπορεί οι γυναικολόγοι να διαθέτουν πλέον σημαντικά όπλα για να βοηθήσουν κάθε γυναίκα που αντιμετωπίζει δυσκολίες στην απόκτηση ενός παιδιού, αλλά σε κάθε περίπτωση, πρέπει να γνωρίζουμε ότι «όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα».
Αφορμή για τη συνέντευξη με την κα Χαρούλα Μαθιοπούλου – Μπιλάλη, Μοριακή Βιολόγο, με ειδίκευση στη γονιμότητα και εξωσωματική γονιμοποίηση, ήταν τα αποτελέσματα μιας νέας ισπανικής επιστημονικής έρευνας, τα οποία αναφέρουν πολύ μικρά ποσοστά –μόλις 1,3%- στις γυναίκες άνω των 44 ετών να συλλάβουν με εξωσωματική γονιμοποίηση, χρησιμοποιώντας τα δικά τους ωάρια. Για αυτόν το λόγο, οι ερευνητές συνιστούν σε αυτές τις γυναίκες να καταφεύγουν σε ωάρια από νεαρότερη δότρια ή να έχουν φροντίσει έγκαιρα να καταψύξουν τα δικά τους ωάρια, προτού φθάσουν στην ηλικία των 35 ετών. Όπως χαρακτηριστικά τόνισαν, οι γυναίκες που επιθυμούν να αποκτήσουν παιδί, πρέπει να έχουν «πιο ρεαλιστικές προσδοκίες» από την εξωσωματική γονιμοποίηση. Πολύ σημαντική ήταν επίσης η αναφορά που έγινε στη συζήτησή μας για τη μη επεμβατική διαγνωστική εξέταση που δίνει –με εξαιρετικό ποσοστό αξιοπιστίας- δεδομένα για την υγεία του εμβρύου.
Κυρία Μαθιοπούλου, θα θέλαμε να αναφερθούμε στο γεγονός ότι το σύγχρονο lifestyleέχει επηρεάσει και την ηλικία απόκτησης πρώτου παιδιού. Έτσι, στην πλειοψηφία τους πλέον οι γυναίκες αποφασίζουν να γίνουν μητέρες μετά την ηλικία των 30 ετών και πιο συχνά γύρω στα 35 τους. Οι επιστήμονες, ωστόσο, προειδοποιούν ότι, αν υπάρξει κάποιο πρόβλημα και χρειαστεί να προσφύγει κάποια γυναίκα στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, οι πιθανότητες θετικού αποτελέσματος ελαττώνονται δραματικά, μετά την ηλικία των 35, αν φυσικά θέλει να χρησιμοποιήσει δικά της ωάρια.
Είναι μία αλήθεια γνωστή εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ότι δηλαδή όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει παιδί τόσο λιγότερα τα ποσοστά επιτυχίας είτε προσπαθήσει με φυσική σύλληψη είτε με εξωσωματική γονιμοποίηση. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της εξωσωματικής. Πρέπει να τονίσουμε ότι από τα 25 έως τα 35 είναι η χρυσή ηλικία για μία γυναίκα να γίνει μητέρα. Μετά τα 35, η δυνατότητα φυσικής σύλληψης μειώνεται σταδιακά αλλά με ταχείς ρυθμούς. Το ίδιο συμβαίνει και αν χρησιμοποιηθούν οι μέθοδοι της υποβοηθούμενης γονιμοποίησης, αλλά με ωάρια της ίδιας της γυναίκας.
Βέβαια, εσείς οι γιατροί το γνωρίζετε, αλλά τα εξελιγμένα μέσα που διαθέτετε πλέον δημιουργούν στις γυναίκες την εντύπωση ότι μπορούν να νικήσουν τη φύση. Έχουμε, όμως, τα αποτελέσματα μελέτης που έγιναν γνωστά σε πρόσφατο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής, το οποίο πραγματοποιήθηκε στη Λισσαβώνα, όπου η ομάδα της Βαρκελώνης απογοήτευσε πολλές γυναίκες, λέγοντας ότι ματαιοπονούν όταν προσπαθούν μετά τα 44 χρόνια να αποκτήσουν παιδί με δικά τους ωάρια.
Είναι αλήθεια ότι τα ποσοστά που έδωσε στη δημοσιότητα η ομάδα της Βαρκελώνης ήταν καταπέλτης για τις ελπίδες πολλών γυναικών, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Τα ποσοστά απλώς τώρα προσδιορίστηκαν με ακρίβεια. Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες, με επικεφαλής τη δρ Μάρτα Ντεβέσα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Βαρκελώνης ανέφεραν στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής ότι οι πιθανότητες επιτυχούς εξωσωματικής για μια γυναίκα είναι γύρω στο 24% στην ηλικία των 38-39 ετών, 15,6% στην ηλικία των 40-41 ετών, 6,6% στην ηλικία των 42-43 ετών και μόλις 1,3 στα 44. Οι ερευνητές τόνισαν ότι ουσιαστικά αποτελεί ματαιοπονία για μια γυναίκα που έχει περάσει τα 44, να συνεχίσει να κάνει νέους κύκλους εξωσωματικής με δικά της ωάρια. Επεσήμαναν, επίσης, ότι δυστυχώς αρκετές γυναίκες δεν γνωρίζουν ότι μετά τα 35 μειώνονται συνεχώς οι πιθανότητες επιτυχούς εξωσωματικής, ώσπου σχεδόν μηδενίζονται μετά τα 44.
Άρα, ουσιαστικά θέτουν ένα απόλυτο όριο, την ηλικία των 44 ετών, στην εξωσωματική γονιμοποίηση, επισημαίνοντας ότι είναι μηδαμινές οι πιθανότητες επιτυχίας μετά από την ηλικία αυτή…
Ναι, έτσι είναι. Αξίζει να αναφέρουμε ότι παραπλήσια είναι και τα ευρήματα της αρμόδιας εποπτικής Αρχής Ανθρώπινης Γονιμοποίησης και Εμβρυολογίας της Βρετανίας, σύμφωνα με την οποία, η μέση πιθανότητα μιας γυναίκας κάτω των 35 να κάνει επιτυχή εξωσωματική, είναι 32%, ενώ πέφτει στο 1,9% μετά τα 45.
Αυτή η εντυπωσιακή πτώση της αναπαραγωγικής ικανότητας άρα και η μεγάλη μείωση των πιθανοτήτων επιτυχίας μίας εξωσωματικής πού οφείλεται;
Οφείλεται, κυρίως, στις γενετικές βλάβες που συσσωρεύονται στα ωάρια, όσο πιο προχωρημένη είναι η ηλικία της γυναίκας.
Με βάση, λοιπόν, αυτά τα πολύ συγκεκριμένα πλέον δεδομένα, τι θα συμβούλευε -απόλυτα ρεαλιστικά- μία ειδική επιστήμων, όπως εσείς, τη γυναίκα που σκέφτεται σοβαρά τη μητρότητα;
Κάθε γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει παιδί, γνωρίζοντας τα δεδομένα πλέον και με ποσοστά (είτε φυσικής σύλληψης είτε υποβοηθούμενης) πρέπει να σκέφτεται πολύ σοβαρά και να προγραμματίζει τις κινήσεις της, ήδη από τα πρώτα χρόνια του γάμου της ή της σχέσης της ή και στα χρόνια του Πανεπιστημίου ακόμα – και σίγουρα πριν τα 35 της. Αν διαβλέπει ότι θα καθυστερήσει (μετά τα 35 έτη) την απόκτηση ενός παιδιού, καλό είναι να καταψύξει δικά της ωάρια, εφόσον επιθυμεί να αποκτήσει παιδί με δικό της γενετικό υλικό.
Συχνά, συζητώντας για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, μιλάμε για «πολύτιμα μωρά». Θεωρείτε σωστή τη χρήση αυτού του όρου;
Ως επιστήμονας θεωρώ κάθε κύηση πολύτιμη (είτε από φυσική σύλληψη είτε από υποβοηθούμενη) και κάθε ζωή εξίσου πολύτιμη. Ο χαρακτηρισμός αφορά περιπτώσεις εξωσωματικής που επετεύχθησαν μετά από πολύ κόπο, χρόνο, ξόδεμα ψυχής και χρήματος. Και πάντα υπάρχει ο φόβος ότι αν αυτή η προσπάθεια δεν επιτύχει, θα είναι δυσκολότερα και πιο αβέβαια τα πράγματα για την επόμενη φορά.
Μιλώντας για την πολύτιμη ζωή όλων των μωρών, αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι υπάρχει πλέον απόλυτα ασφαλής, μη επεμβατικός και πολύ έγκαιρος – από τη 10η ήδη εβδομάδα- τρόπος ελέγχου της υγείας του εμβρύου, με το διαγνωστικό τεστ tranquility, που παρέχει στους μέλλοντες γονείς και τους γιατρούς σχεδόν απόλυτα ασφαλή διάγνωση.
Σε κάθε έγκυο, ανεξάρτητα από την ηλικία της –απαραιτήτως όμως μετά τα 38 με 40 έτη και ιδίως αν πρόκειται για εξωσωματική- μπορούμε μετά τη 10η εβδομάδα (αν πρόκειται για μονή κύηση) ή τη 12η εβδομάδα (αν πρόκειται για δίδυμη κύηση), με μία απλή αιμοληψία από την ίδια τη μητέρα να πάρουμε πολύτιμες πληροφορίες από το ελεύθερο εμβρυϊκό DNA που κυκλοφορεί στο αίμα της μετά τις πρώτες εβδομάδες εγκυμοσύνης. Έτσι με μη επεμβατικό και ακίνδυνο τρόπο ανιχνεύουμε την ύπαρξη συνδρόμου DOWN και άλλων πολλών συνδρόμων που οφείλονται σε χρωμοσωματικές ανωμαλίες. Το σημαντικότερο είναι το ποσοστό αξιοπιστίας το οποιο είναι πάνω από 99,9%.
Σχεδόν το απόλυτο, δηλαδή. Στην ιατρική σπάνια ακούμε τόσο μεγάλα ποσοστά. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος, ωστόσο, πρέπει να γίνεται. Σωστά;
Σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνεται ο υπερηχογραφικός έλεγχος, με τον οποίο λαμβάνουμε πληροφορίες για άλλες παθήσεις, όπως για συγγενείς καρδιοπάθειες και όχι μόνο. Ο συνδυασμός ενός μη επεμβατικού, διαγνωστικού τεστ, όπως το tranquility, και του ελέγχου με υπέρηχους, μας καλύπτει σε πολύ μεγάλο ποσοστό για τα δεδομένα μίας κύησης.
Κάτι τελευταίο που θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε, σχετικά με το θέμα της εξωσωματικής. Αν τελικά επιλέξει μια γυναίκα την υποβοηθούμενη γονιμοποίηση με δανεικά ωάρια, τι θα πρέπει να γνωρίζει;
Είναι μία απόφαση που δεν πρέπει να ληφθεί βιαστικά. Αυτό που πρέπει να γνωρίζουν οι μέλλοντες γονείς στην περίπτωση δανεισμού γενετικού υλικού (είτε πρόκειται για δανεικά ωάρια είτε για δανεικό σπέρμα) είναι ότι επειδή δε γνωρίζουμε το 50% του οικογενειακού ιστορικού του μωρού που θα έρθει στον κόσμο, καλό είναι να φυλάσσονται τα βλαστικά κύτταρα από το αίμα του ομφάλιου λώρου και ιστός από τον ομφάλιο λώρο, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να έχουν γενετικό υλικό που αφορά το μωράκι τους. Είναι κάτι που εφαρμόζεται πλέον στο εξωτερικό.