Βιταμίνη D και επιτυχία εξωσωματικής γονιμοποίησης| Σχέση άμεση, έμμεση ή απλά ανύπαρκτη;
Βιταμίνη D και υποβοηθούμενη αναπαραγωγή | Σχέση άμεση, έμμεση ή απλά ανύπαρκτη;
Η πρόσφατη μελέτη, το debate και η ούτως ή άλλως τεράστια αξία της
Ένα πολύ συχνό ερώτημα που εγείρεται όσον αφορά τη γονιμότητα, είναι το αν αυτή επηρεάζεται με οποιονδήποτε τρόπο από τα επίπεδα της βιταμίνης D στον εκάστοτε οργανισμό. Με αφορμή μία πολύ πρόσφατη μελέτη που υποστηρίζει πως δεν υφίσταται κανένα είδος συσχέτισης μεταξύ της βιταμίνης D και της επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης, αξίζει να εξετάσουμε το ζήτημα πιο διεξοδικά.
Βιταμίνη D και υποβοηθούμενη αναπαραγωγή: Σχέση άμεση, έμμεση ή απλά ανύπαρκτη;
Με πολλές έρευνες έως σήμερα να υποστηρίζουν το αντίθετο, μία νέα μετα- ανάλυση έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα καθώς θέλει τα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό να μην επηρεάζουν τα αποτελέσματα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Έτσι, το κατά τα άλλα συνεχιζόμενo debate στους ιατρικούς κύκλους τροφοδοτείται και πάλι με νέα, πιο σύγχρονα στοιχεία. Σύμφωνα με την πρόσφατη αυτή μελέτη, η βιταμίνη D δεν έχει καμία συσχέτιση ούτε με τα ποσοστά επίτευξης εγκυμοσύνης, ούτε με αυτά των γεννήσεων και των αποβολών.
Και η έρευνα συνεχίζεται…
H D δεν είναι φαίνεται τυχαία η βιταμίνη της «ηλιοφάνειας», καθώς βρίσκει πάντα τρόπο να «φωτίζεται»: Καταφέρνοντας να μένει πάντα στο προσκήνιο, η βιταμίνη αυτή του ήλιου έχει εξαιρετικά σπάνια δυναμική.
Ως εκ τούτου, παρόλο που με την τελευταία αυτή μετα-ανάλυση θα έλεγε κανείς ότι επανήλθε στην επικαιρότητα η βιταμίνη D, η πραγματικότητα είναι πως δεν είχε φύγει ποτέ.
Ούσα από καιρό αναγνωρισμένη για τον ρόλο της στην αντοχή των οστών και τη μυϊκή δύναμη, έχει πλέον χαρακτηριστεί ως «βασικό μικροθρεπτικό συστατικό» για την αντοχή απέναντι σε ιογενείς λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένου του Covid-19.
Οι συστάσεις για την προστασία από τον ιό υποστηρίζουν ότι πρέπει να διατηρούμε τα ενδεδειγμένα (όχι υπερβολικά) επίπεδα βιταμίνης D, ενώ ιδιαίτερα προσεκτικοί πρέπει να είναι όσοι έχουν μειωμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία. Δεδομένου ότι περίπου το 80% της παραγωγής βιταμίνης D προέρχεται από το δέρμα, μία μετρημένη και ελεγχόμενη μικρή έκθεση στον ήλιο είναι επιβεβλημένη.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μελέτης με αποτελέσματα αντικρουόμενα με τα παραπάνω, είναι αυτή που δημοσιεύτηκε το 2009 στο National Library of Medicine. Σύμφωνα με αυτή, οι ασθενείς που υπόκεινται σε εξωσωματική γονιμοποίηση και έχουν γεμάτα «αποθέματα» βιταμίνης D στο ωοθυλακικό υγρό, παρουσιάζουν και σημαντικά περισσότερες πιθανότητες για την επίτευξη εγκυμοσύνης, σε σύγκριση πάντα με όσες είχαν χαμηλότερα επίπεδα. Έτσι, προέκυψε το συμπέρασμα ότι η χορήγηση βιταμίνης D είναι πολύ βοηθητική στις γυναίκες που υπόκεινται σε εξωσωματική γονιμοποίηση.
Τα παραπάνω αποτελέσματα επιβεβαιώθηκαν και με την αντίστροφη επαλήθευση ερευνών που ακολούθησαν, σύμφωνα με τις οποίες η τεχνολογία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έχει μειωμένα αποτελέσματα σε ασθενείς με ανεπάρκεια βιταμίνης D.
Βιταμίνη D, για πάντα αμφιλεγόμενη
Παρόλες τις παραπάνω ενδείξεις, η επιστημονική κοινότητα εξακολουθεί να διερευνά το ζήτημα αυτό, γιατί υπήρξαν αρκετές άλλες έρευνες που δεν κατάφεραν να εντοπίσουν ανάλογη συσχέτιση μεταξύ της βιταμίνης D και της επιτυχίας ή μη της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Τι ισχύει τελικά;
Ερχόμενοι στο σήμερα και σύμφωνα με την έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2020 στο Fertility and Sterility.org, τα δεδομένα ανατρέπονται και αναθεωρούνται και πάλι. Πρόκειται για μία μελέτη ιδιαίτερα περίπλοκη, η οποία σε πρωταρχικό στάδιο επιβεβαίωσε όντως ότι οι γυναίκες με υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D είχαν κάπως μεγαλύτερα ποσοστά επίτευξης εγκυμοσύνης και γέννας σε σύγκριση με όσων τα επίπεδα ήταν ελλιπή ή ανεπαρκή.
Στην πορεία της έρευνας όμως και με μία πιο διεξοδική εξέταση, δεν εντοπίστηκαν διαφορές στην έκβαση της θεραπείας των ασθενών που να σχετίζονται με τα επίπεδα της βιταμίνης D τους, ούτε κάποια στατιστικά σημαντική διαφορά όσον αφορά το ενδεχόμενο αποβολής.
Εν κατακλείδι, οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η επιτυχία ή μη της εξωσωματικής γονιμοποίησης και της εγκυμοσύνης, καθώς και τα ποσοστά γεννήσεων ή αποβολών δεν επηρεάζονται από τη βιταμίνη D.
Δεν απορρίπτουν όμως κιόλας την πιθανότητα κάποιας συσχέτισης ή ακόμη και αιτιώδους συνάφειας μεταξύ τους.
Έτσι, η έρευνα σχετικά με τον ρόλο της βιταμίνης D στην αναπαραγωγή δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, με τους επιστήμονες να αναγνωρίζουν κάποια στοιχεία επίδρασής της στην ωοθυλακιογένεση, την ωογένεση και την ενδομητριακή ικανότητα. Μάλιστα, έχει διατυπωθεί και η θέση ότι θα μπορούσε να εμπλέκεται στους μηχανισμούς σύλληψης.
Μπορούν τα συμπληρώματα βιταμίνης D να συμβάλλουν στα βέλτιστα αποτελέσματα της τεχνολογίας υποβοηθούμενης αναπαραγωγής;
Για να απαντηθεί με βεβαιότητα το παραπάνω ερώτημα, εκκρεμεί ακόμη η διεκπεραίωση μιας ολοκληρωμένης έρευνας με κύρος, που θα αποφανθεί αν όντως μπορεί να βοηθήσει ή όχι. Και αν κάτι είναι σίγουρο, είναι πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η βιταμίνη D στις γυναίκες με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών.
Διαβάστε περισσότερα:
Γιατί πρέπει να ελέγχονται για ανεπάρκεια βιταμίνης D οι γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
Ο «ήλιος» μέσα μας
Ακόμη κι αν η εν λόγω έρευνα ακόμη συνεχίζεται όμως και το debate αυτό μετρά χρόνια, η αξία της βιταμίνης D ούτε τέθηκε ούτε πρόκειται να τεθεί ποτέ υπό αμφισβήτηση.
Ανεξαρτήτως αν παίζει ή όχι κάποιο (πρωταγωνιστικό ή επικουρικό) ρόλο στην τεχνολογία υποβοηθούμενης γονιμότητας, παίζει 100% εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη γενικότερη υγεία μας.
D, η απαραίτητη
Η έλλειψη βιταμίνης D συνδέεται με πάρα πολλά προβλήματα και θέματα υγείας όπως οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου. Η έλλειψη βιταμίνης D3 μπορεί να προκαλέσει χρόνιες νόσους όπως η προεκλαμψία, η παιδική τερηδόνα, η περιοδοντίτιδα, τα αυτοάνοσα νοσήματα, οι λοιμώδεις νόσοι και η καρδιαγγειοακή νόσος. Τέλος, έχει συνδεθεί με θανατηφόρους καρκίνους, διαβήτη τύπου 2, αλλά και νευρολογικές διαταραχές.
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, όσοι παρουσιάσουν ανεπάρκεια ή έλλειψη βιταμίνης D3 καλό είναι να συμβουλευτούν τον γιατρό τους που πέρα από τη σωστή διατροφή και καθοδήγηση ενδέχεται και να τους χορηγήσει και τα κατάλληλα συμπληρώματα. Ειδικά όσον αφορά τις υποψήφιες μητέρες που σκοπεύουν να προβούν σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, αν παρουσιάσουν ανάλογη έλλειψη θα πρέπει να προσλάβουν συμπληρωματικά βιταμίνη D3 για 2 τουλάχιστον μήνες. Η συνιστώμενη δόση από γυναίκα σε γυναίκα ποικίλει και εξαρτάται από το αν έχει έλλειψη ή ανεπάρκεια.
Σε κάθε περίπτωση, όπως πάντα συνηθίζω να λέω, η εξατομικευμένη θεραπευτική προσέγγιση είναι το παν.
Να είστε καλά,
Χαρούλα